- φετιχιστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φετιχιστή ή στο φετιχισμό (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φετιχιστικός — ή, ό, Ν [φετιχιστής] ο σχετικός με τον φετιχιστή. επίρρ... φετιχιστικά Ν με φετιχιστικό τρόπο … Dictionary of Greek